- παραπίνω
- 1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, -η, -οπολύ μεθυσμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπίνω — παράπια και παραήπια, παραπιωμένος, πίνω υπερβολικά: Παράπιαμε στο γάμο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
παράπιωμα — το κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θα / να) παραπιώ, υποτακτ. αορ. τού παραπίνω + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
υπερπίνω — Α [πίνω] πίνω περισσότερο από ό,τι πρέπει, παραπίνω … Dictionary of Greek
παραπιωμένος — η, ο (παθ. μτχ. του ρ. παραπίνω), ο μεθυσμένος: Είναι παραπιωμένος και δεν ξέρει τι λέει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)